- γυαλιστός
- η , ό начищенный до блеска, блестящий, сверкающий; отполированный, отшлифованный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυαλιστός — ή, ό [γυαλίζω] στιλβωμένος, λουστραρισμένος … Dictionary of Greek
γυαλιστός — ή, ό ο στιλβωμένος, ο στιλπνός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυαλιστερός — ή, ό [γυαλιστός] 1. στιλπνός, λαμπερός 2. λουστραρισμένος, στιλβωμένος … Dictionary of Greek